- παράκτιος
- -α, -ο / παράκτιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑαυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτήνεοελλ.φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί»βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση τής παλίρροιαςβ) «παράκτιος πυρετός»(κτηνιατρ.) πυρετός ο οποίος οφείλεται σε παράσιτα που βρίσκονται σε παράκτιες περιοχέςγ) «παράκτια ζώνη»ωκεαν. θαλάσσια οικολογική ζώνη η οποία υφίσταται τις επιδράσεις τών παλιρροϊκών και παράκτιων ρευμάτων και τών κυμάτων σε βάθος 5 ώς 10 μέτρα κάτω από την χαμηλή στάθμη τής παλίρροιας, εξαρτώμενη από την ένταση τών κυμάτων που δημιουργούνται από τις καταιγίδεςαρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράκτιοιοι παραθαλάσσιοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀκτή (πρβλ. μεσ-άκτιος)].
Dictionary of Greek. 2013.